- ψιλώσεως
- ψιλώσεω̆ς , ψίλωσιςstripping bare of fleshfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίσταμαι — ἐπίσταμαι (AM) 1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.) 3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο … Dictionary of Greek